- δαφνώδης
- δαφν-ώδης, ες, = δαφνοειδής; γύαλα, mit Lorbeer bewachsen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαφνώδης — ες (AM δαφνώδης, ες) [δάφνη] 1. γεμάτος δάφνες 2. δαφνοειδής, όμοιος με δάφνη ή με φύλλα δάφνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνώδη, τα τα δαφνοειδή, οι δαφνίδες … Dictionary of Greek
δαφνώδη — δαφνώδης bay wooded neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δαφνώδης bay wooded masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δαφνώδης bay wooded masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνῶδες — δαφνώδης bay wooded masc/fem voc sg δαφνώδης bay wooded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek